Στις ηρωικές δασκάλες του μακεδονικού αγώνα που συνέβαλαν με τον ηρωισμό και τη θυσία τους στον ιερό σκοπό της απελευθέρωσης της Μακεδονίας, ήταν φέτος αφιερωμένες οι τρεις παραστάσεις που παρουσίασε η εφηβική σκηνή του Κέντρου Νεότητας στις 24 και 25 Μαρτίου 2018 στην αίθουσα εκδηλώσεών του.
Οι νεαρές δασκάλες των δεκαεπτά με είκοσι ετών, κατά τη διάρκεια του μακεδονικού αγώνα επιτέλεσαν το χρέος τους ακέραια. Με την πένα στο χέρι και το περίστροφο κρυμμένο στον κόρφο, αντιμετώπισαν τους κομιτατζήδες που θέλανε να τις εξοντώσουν γιατί θαρρούσαν πως, αν αποκεφάλιζαν πνευματικά τον τόπο, η Μακεδονία θα έπεφτε στα χέρια τους. Οι δασκάλες του Μακεδονικού Αγώνα ήταν πραγματικά ανδρείες και την αντρειοσύνη αυτή μετάγγισαν και στις ψυχές όχι μόνο των μικρών μαθητών τους, αλλά και των φοβισμένων Ελλήνων. Και πήραν θάρρος οι κατατρεγμένοι από τους Βουλγάρους χωρικοί και αντιστάθηκαν στον κομιτατζή. Και ήρθε, με αγώνες και θυσίες από πολλούς γνωστούς και αφανείς ήρωες, η πολυπόθητη λευτεριά στην μακεδονική γη…
ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΕΣ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ (Τρεις δασκάλες στον μακεδονικό αγώνα)
Είναι φθινόπωρο του 1901. Ο διπλωμάτης στο ελληνικό Προξενείο του Μοναστηρίου, ο Ίων Δραγούμης, έχει κάνει έκκληση στο «Κέντρο» της Θεσσαλονίκης να του στείλουν ένα ταλαντούχο πρόσωπο για μια πολύ σοβαρή, εχέμυθη και επικίνδυνη αποστολή. Θα αποτελούσε το σύνδεσμο του ελληνικού κομιτάτου ανάμεσα σε Μοναστήρι-Καστοριά-Θεσσαλονίκη. Αναρωτιέται ποιον άραγε θα του στείλουν. Μένει βουβός, σαν αντικρύζει μπροστά του τη δεκαοκτάχρονη Βελίκα Τράικου, έτοιμη ν᾿ αναλάβει καθήκοντα. Κι όμως, η γυναικεία καρδιά της κρύβει σπάνιους θησαυρούς.
Παριστάνοντας πότε τη τρελή Τουρκάλα που είναι ξυπόλυτη και φορά κουρέλια και πότε τη φτωχή Βουλγάρα που είναι συνεχώς σκυμμένη και μαζεύει ραδίκια για να τα πουλήσει στα παζάρια των Τούρκων και των Βουλγάρων, γίνεται ο σύνδεσμος ανάμεσα στον Ίωνα Δραγούμη, στον Δεσπότη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη και στον Πρόξενο της Θεσσαλονίκης. Τι κι αν οι περαστικοί κουνούν το κεφάλι τους και την κοροϊδεύουν; Η Βελίκα έχει πλήρη συναίσθηση των πράξεών της. Υπηρετεί το χειμαζόμενο έθνος της. Χαλάλι για την πατρίδα της να κάνει τρομερές υπερβάσεις, να χάσει και την υπόληψή της. Μέσα στις πυκνές πλεξούδες της ή κάτω από τον ξεφτισμένο ποδόγυρό της κρύβει καλοβαλμένα πολύτιμα έγγραφα του Αγώνα. Ενημερώνει για ό,τι άρπαξε το αυτί της από τους Βουλγάρους και τους Τούρκους, αφού γνωρίζει καλά και τις δύο γλώσσες. Κι όταν καταφθάνει στη μακεδονική γη ο Παύλος Μελάς, κι οι μάχες πιότερο ανάβουν, η λεπτεπίλεπτη δασκάλα συνεχίζει, παρ᾿ όλους τους κινδύνους, να «μεταμορφώνεται» και να αποτελεί «το μάτι και το αυτί του Αγώνα».
Ξαφνικά οι Βούλγαροι κομιτατζήδες την αναγνωρίζουν. Ένας από αυτούς μπήγει το μαχαίρι του στο στήθος της. Τη βασανίζει άγρια. Θέλει ν’ αρπάξει τα μυστικά της. Μα η τρελή Τουρκάλα τα παίρνει μαζί της στην αιωνιότητα. Στις 28 Αυγούστου του 1904, το εθνικό έργο της ηρωίδας ανακόπτεται. Θρηνεί γοερά στην κηδεία της η Θεσσαλονίκη το άξιο βλαστάρι της και καταγράφει το όνομά της στο πάνθεο των ηρώων.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ
.
12 Δεκεμβρίου 1906. Κλεπούνσα Σερρών. Οι Βούλγαροι, αφού δολοφόνησαν ή έκαψαν ζωντανούς τους προκρίτους του χωριού, έκαναν έπειτα επίθεση και στο σπίτι των δασκάλων. Η Αγγελική Φιλιππίδη, μια νεαρή δασκάλα με πλούσιο εθνικό, φιλανθρωπικό, κοινωνικό και πολιτιστικό έργο, μαζί το σύζυγό της χωρίς να δειλιάσουν, τρέχουν από παράθυρο σε παράθυρο και πολεμούν με το δίκανο και τα περίστροφα που τους έχουν παραχωρηθεί για αυτοάμυνα. Κάποια στιγμή η Αγγελική πληγώνεται στο γόνατο. Μα συνεχίζει να πολεμά μέχρι που το σπίτι ζώνεται στις φλόγες. Τσουρουφλισμένη και υποβασταζόμενη από το σύζυγό της πέρασε στο γειτονικό σπίτι απ’ όπου συνέχισε να μάχεται και να βρίζει τους Κομιτατζήδες.
Έδωσε ο Θεός τη μέρα και οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν την Κλεπούνσα. Οταν έφτασε εκεί ο πρόξενος των Σερρών για να συμπαρασταθεί στους δοκιμασμένους χωρικούς, η Αγγελική παρά το θρυμματισμένο της γόνατο και τους φριχτούς πόνους, παρακάλεσε να μην μεταφερθεί κατ’ ευθείαν στο νοσοκομείο Σερρών, αλλά να την τοποθετήσουν σε φορείο και να σταματούν στην
πλατεία του κάθε χωριού, να συγκεντρώνονται εκεί οι κάτοικοι και να τους μιλά. Το αίμα της στην τραγική εκείνη πορεία σταγόνα-σταγόνα έβαφε τη μακεδονική γη και γίνονταν αρραβώνας με τη λευτεριά…
Η Αγγελική Φιλιππίδη έφτασε στο νοσοκομείο Σερρών όπου πλήθη συνέρρεαν για να ασπαστούν το χέρι της. Έπειτα μεταφέρθηκε στο κοινοτικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Οι απεγνωσμένες προσπάθειες των γιατρών και η λαχτάρα των δικών της, δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το μοιραίο. Εκεί η ηρωίδα άφησε την τελευταία της πνοή με το όραμα της λευτεριάς στα βασιλεμένα της μάτια. Η Θεσσαλονίκη την κήδεψε με πάνδημη συμμετοχή. Ήταν μέσα Ιανουαρίου του 1907. Η ελευθερία δεν θ’ αργούσε πολύ να δικαιώσει τη θυσία της…
.
ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΚΑΝΔΗΛΙΑΡΗ
.
Είναι άνοιξη του 1907. Η Σουλτάνα Κανδηλιάρη, μια ακόμα μαρτυρική δασκάλα, σπέρνει τον αγαθό σπόρο της ελευθερίας στα τρυφερά και ευαίσθητα μαθητούδια της και τους γονείς τους, τις ψυχές των οποίων σφυροκοπά η προπαγάνδα και η τρομοκρατία των Βουλγάρων. Είναι τοποθετημένη σε ένα ορεινό χωριό της Καστοριάς και προσπαθεί να ξεχάσει τη φρίκη της δολοφονίας των γονιών της, που έζησε στα δεκαοχτώ της χρόνια.
Ξαφνικά χτυπά η πόρτα του σχολείου και την ενημερώνουν ότι έρχεται ο Μήρτσε με τους κομιτατζήδες του για να δώσει τέλος στο πολυσχιδές έργο της στην περιοχή. Η Σουλτάνα απτόητη φυγαδεύει με ασφάλεια τους μικρούς μαθητές της και ταμπουρώνεται στο σχολείο της. Ο Μήρτσε δεν αργεί να καταφθάσει. Περικυκλώνει το σχολείο και την καλεί να παραδοθεί απειλώντας πως θα το κάψει. Η ηρωική δασκάλα αρνείται να εγκαταλείψει το κάστρο της, και αμύνεται γενναία για αρκετές ώρες. Μένοντας πιστή στα ιδανικά της, τελικά πληγώνεται θανάσιμα από τον εχθρό, και λαμπαδιάζεται μαζί με το σχολείο, αποτελώντας φωτεινό παράδειγμα ήθους και ψυχικής μεγαλοσύνης.